Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βρέξιμο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρέξιμο το [vréksimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βρέχω: ~ των ρούχων / των μαλλιών / του δρόμου.

[βρεξ- (βρέχω) -ιμο]

[Λεξικό Κριαρά]
βρέξιμο το.
  • (Προκ. για σταφύλια) απόσταγμα:
    • παν βρέξιμο σταφυλιών να μη πιει (Πεντ. Αρ. VI 3).

[<αόρ. του βρέχω + κατάλ. ιμο. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go