Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βρέθομαι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
βρέθομαι.
  • Βρίσκομαι:
    • πάλε βρέθουμουν πολλά μετανωμένος (Κυπρ. ερωτ. 15014).

[<αόρ. του βρίσκομαι. Η λ. και τ. σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. βρίσκω, Kahane, GR II 551)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go