Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βράχυνση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βράχυνση η [vráxinsi] Ο33 : (γραμμ.) φαινόμενο κατά το οποίο ένα μακρόχρονο φωνήεν μετατρέπεται σε βραχύχρονο.

[λόγ. < μσν. βράχυν(σις) -ση < αρχ. βραχύν(ω) -σις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go