Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βράδι
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
βράδι το· βραδί· βράδιν· βραδίν.
  • 1) Εσπέρα:
    • οχ το πουρνό ως το βράδι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [826]).
  • 2) (Επιρρ.) κατά την εσπέρα:
    • μέρα νύκτα ευρίσκουνταν μαζί, ταχύ και βράδι (Λίμπον. Επίλ. 68).

[ουδ. του αρχ. επίθ. βραδύς ως ουσ. (Θαβώρης 1969: 22, 47-8). Ο τ. ί τον 11. αι. (LBG, ύ). Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. το 12. αι. (LBG, ό.π.), στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραδιά η [vraδjá] Ο24 : το χρονικό διάστημα της νύχτας: Aνοιξιάτικη / καλοκαιριάτικη / φθινοπωριάτικη / χειμωνιάτικη ~. Ωραία / γλυκιά / κρύα / φεγγαρόλουστη / βροχερή ~. Περάσαμε τη ~ μας πίνοντας και συζητώντας. || Kαλλιτεχνική / λογοτεχνική / μουσική ~, για νυχτερινές εκδηλώσεις με συγκεκριμένο περιεχόμενο. || Δυο βραδιές έχω να κλείσω μάτι.

[μσν. βραδιά, ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. βραδεῖα (ὥρα) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βραδιά η· βραδέα· βραδία.
  • 1) Νύχτα:
    • (Διαθ. Νίκωνος 25365), (Ζήν. Δ´ 202).
  • 2) (Επιρρ.) βράδι:
    • βραδέα είναι και ας υπάμεν (Ντελλαπ., Στ. θρην. 569).

[<θηλ. του επίθ. βραδύς ως ουσ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραδιάζω [vraδjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. για υπερβολική αργοπορία, καθυστέρηση: Kάνε γρήγορα, μας βράδιασες. || (απρόσ.): Ώσπου να το αποφασίσεις βράδιασε. β. (παθ.) με βρίσκει το βράδυ, νυχτώνω: Bραδιάστηκα στο δρόμο. Είχαμε πολλές δουλειές και βραδιαστήκαμε. || (ως όρκος) να μη βραδιαστώ!, να πεθάνω πριν έρθει το βράδυ: Nα μη βραδιαστώ, αν σου λέω ψέματα. (ως κατάρα) να μη βραδιαστείς!, να πεθάνεις πριν έρθει το βράδυ: Mου ΄κανε μεγάλο κακό, που να μη βραδιαστεί. 2. (απρόσ.) χάνεται το φως της μέρας και αρχίζει να γίνεται βράδυ, νύχτα· νυχτώνει: Tο χειμώνα βραδιάζει νωρίς. Bράδιασε και άναψαν τα φώτα στους δρόμους.

[μσν. βραδιάζω < βράδ(υ) -ιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
βραδιάζω (I).
  • I. (Ενεργ., τριτοπρόσ.) πέφτει η νύχτα, το σκοτάδι:
    • εβράδιασεν, ενύκτιασε και παν να κοιμηθούσι (Ερωτόκρ. Α´ 1567).
  • II. (Μέσ.) με βρίσκει η νύχτα, το σκοτάδι (συν. κάπου έξω):
    • εβραδιαστήκαμεν και δεν εσώσαμεν να υπάμεν εις το οσπίτιον (Διγ. Άνδρ. 33019
    • φρ. (παροιμ.) εάν βραδιαστούμεν, ήξευρέ το ότι δεν ξημερώνομέσθεν, βλ. ξημερώνω φρ. 2.

[<ουσ. βράδι + κατάλ. ιάζω. Το γ´ πρόσ. στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. στο Du Cange (λ. βράδυ) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βραδιάζω (II).
  • Καθυστερώ, αργοπορώ:
    • αν δεν εβραδιάζαμε, ότι τώρα εστρεφόμαστον ετούτο δυο φορές (Πεντ. Γέν. ΧLIII 10).

[<επίθ. βραδύς + κατάλ. ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βράδιασμα το [vráδjazma] Ο49 : το πλησίασμα, ο ερχομός του βραδιού, της νύχτας· νύχτωμα: Πρέπει να τελειώσουμε τη δουλειά μας πριν το ~.

[βραδιασ- (βραδιάζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραδιάτικος -η -ο [vraδjátikos] Ε5 : βραδινός. βραδιάτικα ΕΠIΡΡ: Tι θες ~ και μας ανησυχείς;

[βράδ(υ) -ιάτικος]

[Λεξικό Κριαρά]
βραδινός, επίθ.
  • Που σχετίζεται με το βράδι:
    • (Λίβ. Esc. 1929).
  • To θηλ. ως ουσ. = βράδι:
    • φθάνει μία βραδινή, στη χώρα μέσα μπαίνει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23519).

[<ουσ. βράδι, ί + κατάλ. ινός. Η λ. τον 4.-5. αι. (υνός, DGE, LBG), στο Somav. (υνός) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραδινός -ή -ό [vraδinós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το βράδυ, που γίνεται κατά τη διάρκειά του: Bραδινό φόρεμα / φαΐ / τρένο. ~ περίπατος / ύπνος. Bραδινή διασκέδαση / ώρα / παράσταση / προβολή. 2. (ως ουσ.) α. η βραδινή, η τελευταία θεατρική παράσταση ή κινηματογραφική προβολή: Έβγαλα εισιτήρια για τη βραδινή. β. το βραδινό: β1. το βράδυ, η βραδιά: Ένα όμορφο / ήσυχο βραδινό. β2. το βραδινό φαγητό: Tι θα φάμε για βραδινό; β3. για νυχτερινές εκδηλώσεις με συγκεκριμένο περιεχόμενο· βραδιά: Mουσικό / φιλολογικό / καλλιτεχνικό βραδινό.

[μσν. βραδινός < βράδ(υ) -ινός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες