Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βούτυρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βούτυρος ο· βότυρος.
  • Βούτυρο:
    • (Ιερακοσ. 46610).

[μτγν. ουσ. βούτυρος. Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες