Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βούτημα το [vútima] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : καθετί που βουτιέται κυρίως σε ρόφημα: Kαφές / τσάι / γάλα με βουτήματα.
βουτηματάκι το YΠΟKΟΡ. [βουτη- (βουτάω) -μα μτφρδ. γαλλ. mouillette(;)]



