Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βούρλο
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βούρλο το [vúrlo] Ο39 : 1. ποώδες υδρόφιλο φυτό, με τα φύλλα του οποίου κατασκευάζονται σχοινιά, ψάθες, καλάθια κτλ.· σχοίνος. 2. (μτφ., προφ.) χαρακτηρισμός για άνθρωπο ανόητο, βλάκα.

[μσν. βούρλον < ελνστ. βροῦλον με μετάθ. του [r] ]

[Λεξικό Κριαρά]
βουρλουδίζω,
βλ. βουρδουλίζω.
[Λεξικό Κριαρά]
βούρλουδος ο,
βλ. βούρδουλος.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go