Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βούλωμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βούλωμα το [vúloma] Ο49 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βουλώνω. ANT ξεβούλωμα: H τρύπα / το μπουκάλι χρειάζεται ~. 2. καθετί που χρησιμοποιείται για να φράξουμε, να κλείσουμε κτ.· πώμα: Mια όμορφη γυάλα με ~ από φελλό. βουλωματάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. βούλλωμα < βουλλώ(νω δες στο βουλώνω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go