Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βούκα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βούκα η [vúka] Ο25α : (λαϊκότρ.) μπουκιά. βουκίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. βούκα < λατ. bucca `μάγουλο, μπουκιά΄· βούκ(α) -ίτσα]

[Λεξικό Κριαρά]
βούκα η· βούκκα· μπούκα.
  • 1) Μπουκιά:
    • πρώτην βούκαν έβαλα (Προδρ. 273-50 χφ P κριτ. υπ).
  • 2) Μάγουλο:
    • ν’ αφήσουν οι βούκκες σου την τόσην κοκκινάδα (Κυπρ. ερωτ. 849).
  • 3) Το μέγιστο πλάτος του πλοίου:
    • καράβιν οπού έναι … εις την μπούκαν ποδάρια είκοσι (Καραβ. 4922).
  • 4) Στόμιο λιμανιού, κόλπου, κλπ.:
    • η εγνωριμία της Μάνια Βάκας έναι στην μπούκα δύο σταρία (Πορτολ. Α 18619).

[<λατ. bucca - μεσν. λατ. buc(c)a. O τ. μπ‑ στο Somav. και σήμ. Η λ. στο Meursius (κκη), στο Soph. (κκα) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες