Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βούισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βούισμα το [vúizma] Ο49 : συνεχής, ακαθόριστος, υπόκωφος ήχος· βοή, βουητό: Aκούγεται ένα συνεχές ~, η τηλεφωνική γραμμή έχει βλάβη. Tο ποτάμι κυλούσε μ΄ ένα ελαφρό ~. || για υποκειμενική αντίληψη θορύβου: Όσο ανέβαινα στο βουνό αισθανόμουνα στ΄ αυτιά μου ένα ενοχλητικό ~.

[βουισ- (βουίζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go