Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βούισμα το [vúizma] Ο49 : συνεχής, ακαθόριστος, υπόκωφος ήχος· βοή, βουητό: Aκούγεται ένα συνεχές ~, η τηλεφωνική γραμμή έχει βλάβη. Tο ποτάμι κυλούσε μ΄ ένα ελαφρό ~. || για υποκειμενική αντίληψη θορύβου: Όσο ανέβαινα στο βουνό αισθανόμουνα στ΄ αυτιά μου ένα ενοχλητικό ~.
[βουισ- (βουίζω) -μα]



