Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βούδας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βούδας ο [vúδas] Ο2 : ως χαρακτηρισμός ανθρώπου που είναι απαθής, όπως ο Bούδας, ο ιδρυτής του βουδισμού: Tι κάθεσαι ατάραχος και με κοιτάζεις σαν ~;

[λόγ. < γαλλ. Bouddha < σανσκρ. buddhah `φωτισμένος, Βούδας΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go