Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βούβαλος
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βούβαλος ο [vúvalos] Ο20 θηλ. βουβάλα [vuvála] Ο25 : 1. βουβάλι. 2. (μτφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο: α. ογκώδη, δυσκίνητο. β. αργόστροφο, αναίσθητο.

[ελνστ. βούβαλος, αρχ. σημ.: `αφρικανική αντιλόπη΄· βούβαλ(ος) -α]

[Λεξικό Κριαρά]
βούβαλος ο.
  • Είδος μεγάλου βοοειδούς:
    • προς τον βουν ελάλησεν ο βούβαλος τοιαύτα (Διήγ. παιδ. 582
    • (μεταφ. προκ. για ανόητο άνθρωπο):
      • Τα άρματα …, βούβαλε, είντα φελούσι; (Φορτουν. Δ´ 137).

[αρχ. ουσ. βούβαλος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βουβαλοσυνθεμένος, μτχ. επίθ.
  • Που έχει τη μορφή, τα χαρακτηριστικά βουβαλιού:
    • άλογον … βουβαλοσυνθεμένο (Πτωχολ. α 441).

[<ουσ. βουβάλι + μτχ. παρκ. του συνθέτω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go