Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βούβα
19 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βούβα η [vúva] Ο25α : (οικ.) βουβαμάρα.

[βουβ(αίνω) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουβαίνω [vuvéno] -ομαι Ρ7.1 : κάνω κπ. να μείνει βουβός, άφωνος. || (συνήθ. παθ.) χάνω τη φωνή μου, μένω βουβός, άφωνος: Bουβάθηκα από το φόβο / τον τρόμο. Γιατί δε μιλάς, βουβάθηκες; || (μτφ.) δεν παράγω ήχο, μένω χωρίς ήχο: Έφυγαν τα παιδιά και βουβάθηκε το σπίτι / το σχολείο.

[βουβ(ός) -αίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
βουβαίνω.
  • (Μέσ.) γίνομαι βουβός, άφωνος:
    • το στόμα εβουβάθη (Ερωτόκρ. Γ´ 978).

[<επίθ. βουβός + κατάλ. αίνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βουβάλα η.
  • Θηλυκό βουβάλι:
    • έπινε βουβάλας γάλα (Πτωχολ. Α 119
    • (προκ. για γυναίκα υβριστ.):
      • φαγάνα και βουβάλα (Στάθ. Γ´ 382).

[<ουσ. βούβαλος + κατάλ. α. Η λ. το 10. αι. (LBG), στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βουβαλάκι το.
  • Μικρό βουβάλι·
    • (εδώ) ανόητος, άμυαλος:
      • (Μπερτολδίνος 157).

[<ουσ. βουβάλι + κατάλ. άκι. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βουβαλάρης ο.
  • Βοσκός βουβαλιών:
    • (Πτωχολ. Α 118).

[<ουσ. βούβαλος + κατάλ. άρης. Τ. σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουβάλι το [vuváli] Ο44 : 1. βοοειδές με πολύ μεγάλα κέρατα: Aγέλη βουβαλιών. Kρέας / γάλα βουβαλιού. 2. (μτφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο: α. ογκώδη, δυσκίνητο. β. αργόστροφο, αναίσθητο. βουβαλάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. βουβάλι(ον) υποκορ. του ελνστ. βούβαλ(ος) (στη νέα σημ.) -ιον < αρχ. βούβαλος `αφρικανική αντιλόπη΄]

[Λεξικό Κριαρά]
βουβάλι το,
βλ. βουβάλιον.
[Λεξικό Κριαρά]
βουβαλικός, επίθ.· βουβάλικος.
  • α) Που προέρχεται από βουβάλι:
    • σκουτάριν ενδυμένον με βουβάλικα βυρσάρια (Τρωικά 5339
  • β) ντυμένος με δέρμα βουβαλιού:
    • συρτάριν μαύρον βουβαλικόν σιδηρόδετον (Κώδ. Πάτμου I 27).

[<ουσ. βούβαλος + κατάλ. ικός. Η λ. το 10. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
βουβάλιν το,
βλ. βουβάλιον.
< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες