Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βοϊδάμαξα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοϊδάμαξα η [voiδámaksa] Ο27 : (μεγάλο) κάρο που το σέρνουν βόδια. || (ειρ.) για μεταφορικό μέσο υπερβολικά αργοκίνητο.

[βόιδ(ι) + άμαξα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες