Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουτώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βουτώ· μτχ. παρκ. βουτισμένος.
  • Α´ Μτβ.
    • 1) Βυθίζω κ. σε νερό ή σ’ άλλο υγρό:
      • να βουτήσει ο ιεριάς το δάχτυλό του εις το αίμα (Πεντ. Λευιτ. IV 6).
    • 2) Φρ. βουτώ εις λύπες κάπ. = στενοχωρώ κάπ.:
      • (Μαρκάδ. 508).
  • Β´ (Αμτβ.) κάνω βουτιά, βουτώ:
    • μες στα κύματα εβούτηξε κι εχάθη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [987]).

[<βουτίζω (13. αι., LBG) <αρχ. βυθίζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες