Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βουρδουλιά
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουρδουλιά η [vurδulá] Ο24 : χτύπημα με βούρδουλα, με μαστίγιο: Tον τιμώρησε με δέκα βουρδουλιές. || το σχετικό αποτύπωμα: Στην πλάτη του φαίνονταν ακόμα οι βουρδουλιές.

[μσν. βουρδουλία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < βούρδουλ(ας) -ία]

[Λεξικό Κριαρά]
βουρδουλία η.
  • Χτύπημα με βούρδουλα, μαστίγωμα:
    • (Μπερτολδίνος 148).

[<ουσ. βούρδουλος + κατάλ. ία. Τ. ιά στο Somav. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go