Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουνόπουλον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βουνόπουλον το.
  • Μικρό βουνό, βουναλάκι:
    • απάνου εισέ βουνόπουλον ανέβηκεν κι εστάθη (Θησ. (Foll.) I 81).

[<ουσ. βουνό + κατάλ. πουλον. Η λ. στο Meursius (ο) και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες