Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουλλώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βουλλώνω.
  • Α´ Κυριολ.
    • 1) Σφραγίζω κ. με βούλλα:
      • Το προβελέντσι εβούλλωσεν ατός του ο λογοθέτης (Χρον. Μορ. H 7695
      • (προκ. για νομίσματα):
        • (Βαρούχ. 61311).
    • 2) Σφραγίζω, κλείνω:
      • εβουλλώσαν το σύγκριτον και την βόταν όπου ήτον ο βίος (Μαχ. 505).
    • 3)
      • α) Βάζω σε κάπ. σημάδι για αναγνώριση:
        • εβάλασιν κερίν εις το νύχιν του μεγαλλιώνος του και εβουλλώσαν το (Μαχ. 41011
      • β) στιγματίζω κάπ. με πυρακτωμένο σίδερο:
        • κλέπτην … βουλλωμένον, ήγουν καστηριασμένον (Ασσίζ. 23120).
  • Β´ Μεταφ.
    • 1) (Προκ. για το Θεό) «σφραγίζω» κάπ. με τη Χάρη ως εγγύηση μελλοντικής σχέσης:
      • εβουλλωθήκετε με το Πνεύμα του ταξίματος το Άγιον (Χριστ. διδασκ. 130).
    • 2) (Μέσ.) εξαλείφομαι:
      • να βουλλωθούσιν αι αμαρτίες (Χριστ. διδασκ. 87).
    • 3) Δημεύω· μεταβιβάζω την κυριότητα κάπ. πράγματος:
      • (Βουστρ. 17812).
    • 4) Επικυρώνω κ.:
      • τες συμφωνίες της τρέβας να τες βουλλώσουσιν εκεί με το χρυσόβουλλόν του (Χρον. Μορ. H 8755).
    • 5) (Προκ. για μάτια ανθρώπου) κλείνω, σφραγίζω:
      • (Ριμ. Βελ. ρ 111).

[μτγν. βουλλόω. Η λ. στο LBG, το Βλάχ. (λ‑) και σήμ. (ά. γρ. ‑λ‑)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες