Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βουλκανισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουλκανισμός ο [vulkanizmós] Ο17 : χημική επεξεργασία του καουτσούκ για τη βελτίωση των φυσικών και μηχανικών ιδιοτήτων του. || (ειδικότ.) αναγόμωση ελαστικών.

[λόγ. βουλκανισ- (βουλκανίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. vulcanisation]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go