Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βουλησιά η· βουλησά.
-
- Κατάρρευση, γκρέμισμα:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1130).
[<βουλώ + κατάλ. ‑σιά. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Κατάρρευση, γκρέμισμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουλησιαρχία η [vulisiarxía] Ο25 : (φιλοσ.) θεωρία και φιλοσοφική τάση που δίνει προτεραιότητα στη βούληση και στο συναίσθημα σε σχέση με το νου και τη νόηση· βουλησιοκρατία.
[λόγ. βούλησι(ς) + -αρχία απόδ. γαλλ. volon tarisme]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουλησιαρχικός -ή -ό [vulisiarxikós] Ε1 : (φιλοσ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στη βουλησιαρχία· βουλησιοκρατικός.
[λόγ. βουλησιαρχ(ία) -ικός]