Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βουλευτής
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουλευτής ο [vuleftís] Ο7 λόγ. κλητ. και βουλευτά θηλ. βουλευτής [vule ftís] & βουλευτίνα [vuleftína] Ο26 : εκλεγμένος αντιπρόσωπος του λαού στο κοινοβούλιο: Yποψήφιος ~. Bγαίνω / εκλέγομαι ~. Εκλέγεται ~ επί τρεις συνεχείς τετραετίες. Δύο βουλευτές της αντιπολίτευσης κατέθεσαν επερώτηση. ~ επικρατείας*. ~ του Ευρωπαϊκού Kοινοβουλίου, ευρωβουλευτής.

[λόγ. < αρχ. βουλευτής· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· βουλευ τ(ής) -ίνα]

[Λεξικό Κριαρά]
βουλευτής ο.
  • Σύμβουλος:
    • να κάμουν οι κτιστάδες εκείνο που να τους ειπούν όλοι οι βουλευτάδες (Αλεξ. 562).

[αρχ. ουσ. βουλευτής. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go