Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουλεβάρτο το [vulevárto] Ο39 : (θέατρ.) είδος ελαφρού θεάτρου ή θεατρικού έργου πρόζας: Θέατρο του βουλεβάρτου.
[λόγ. βουλεβάρτον < γαλλ. boulevard -ον (ορθογρ. δαν.) (ανάπτ. του [t] ;)]



