Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουλγάρικα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βουλγάρικα, επίρρ.· βουργάρικα.
  • Σε βουλγαρική γλώσσα:
    • μιλούνε βουργάρικα (Χρον. σουλτ. 1134‑5).

[<επίθ. βουλγάρικος <βουλγαρικός (7. αι., LBG). Ο τ. και σήμ. λαϊκ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες