Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουκόλος ο [vukólos] Ο18 : (λόγ.) βοσκός βοδιών και αγελάδων· γελαδάρης.
[λόγ. < αρχ. βουκόλος]
[Λεξικό Κριαρά]
- βουκόλος ο· βούκολος.
-
- Βοσκός βοδιών:
- (Σαχλ., Αφήγ. 173).
[αρχ. ουσ. βουκόλος. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Βοσκός βοδιών:



