Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βουκεντριά η.
-
- Χτύπημα με βούκεντρο:
- οπού ’χεν χίλιες βουκεντριές επάνω στην καπούλα (Σαχλ. B´ P 459).
[<ουσ. βούκεντρον - βουκέντριν + κατάλ. ‑ιά. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Χτύπημα με βούκεντρο:



