Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βουητό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουητό το [vuitó] Ο38 : συνεχής υπόκωφος θόρυβος· βούισμα, βοή: Tο ~ της θάλασσας / των κυμάτων. || συγκεχυμένος, ακαθόριστος ήχος, θόρυβος: Aκουγόταν ένα δυνατό ~, που πλησίαζε.

[βου(ή) -ητό (διαφ. το ελνστ. βοητός `που τραγουδιέται μεγαλόφωνα΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go