Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουζούνι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουζούνι το [vuzúni] & βυζούνι το [vizúni] Ο44 : είδος φλεγμονώδους και πυώδους σπυριού: Έβγαλα ένα μεγάλο ~ στο σβέρκο. βουζουνάκι το YΠΟKΟΡ. βούζουνας ο MΕΓΕΘ.

[μσν. βουζούνι < βυζούνι ( [i > u] από επίδρ. του χειλ. [v] )· μσν. βυζούνι < βυζ(ί) -ούνι· βουζούν(ι) -ας]

[Λεξικό Κριαρά]
βουζούνι το.
  • Σπυρί με πύο:
    • (Σπανός A 339 (έκδ. η).)>

[<ουσ. βυζούνι (<ουσ. βυζί + κατάλ. ούνι). Μεγεθ. βούζ’νος στο Somav. (σν‑). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες