Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουβών
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Κριαρά]
βουβών ο· βομβών.
  • 1) Βουβωνική χώρα:
    • (Ιερακοσ. 45130).
  • 2) Πανούκλα:
    • πλήθος λαού διά του βομβώνος τεθνηκότος (Δούκ. 1352).

[αρχ. ουσ. βουβών. Η λ. και σήμ. (ας)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουβώνας ο [vuvónas] Ο2 (συνήθ. πληθ.) : (ανατ.) τμήμα του σώματος που βρίσκεται ανάμεσα στο ανώτερο τμήμα του μηρού και στο υπογάστριο.

[λόγ. < αρχ. βουβών, αιτ. -ῶνα]

[Λεξικό Κριαρά]
βουβωνικός, επίθ.
  • Έκφρ. βουβωνικόν πάθος = πανούκλα:
    • (Έκθ. χρον. 6814).

[μτγν. επίθ. βουβωνικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουβωνικός -ή -ό [vuvonikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους βουβώνες: Bουβωνική χώρα, οι βουβώνες. Bουβωνική πανώλη. Bουβωνική κήλη, η βουβωνοκήλη.

[λόγ. < ελνστ. βουβωνικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουβωνοκήλη η [vuvonokíli] Ο30 : ασθένεια που προσβάλλει τους βουβώνες.

[λόγ. < ελνστ. βουβωνοκήλη]

[Λεξικό Κριαρά]
βουβώνω· βωβώννω.
  • (Ενεργ. και μέσ.) γίνομαι βουβός, άφωνος:
    • Η γλώσσα μου βωβώννει (Κυπρ. ερωτ. 817).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = βουβός, άφωνος:
    • μάρμαρον βουβωμένον (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [382]).

[<βωβόομαι (5. αι., LBG, Lampe). Ο τ. και σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες