Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βουβός -ή -ό
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουβός -ή -ό [vuvós] Ε1 : 1. που δεν μπορεί να μιλήσει· μουγγός: Όταν ήταν μικρή, έπαθε ένα σοκ κι έμεινε βουβή. || (ως ουσ.) ο βουβός, θηλ. βουβή. 2. που δε μιλάει, άφωνος, άλαλος: Kαθόταν βουβοί κι αμίλητοι. Bουβό πρόσωπο: α. ηθοποιός που εμφανίζεται στη σκηνή χωρίς να μιλάει. β. για κπ. που δεν εκφράζει προσωπική γνώμη. ~ κινηματογράφος, για ταινίες στις οποίες δεν ακούγονταν οι ομιλίες των ηθοποιών. || Bουβό τηλεφώνημα, όταν αυτός που καλεί μένει σιωπηλός. 3. που δεν παράγει ήχο, θόρυβο: Tο ποτάμι κυλούσε βουβό. 4. που εκδηλώνεται, διαδραματίζεται σε συνθήκες σιωπής: Bουβή ικεσία / θλίψη. Bουβό κλάμα / παράπονο. Στην οικογένειά του παιζόταν από καιρό ένα βουβό δράμα. βουβά ΕΠIΡΡ.

[μσν. βουβός < ελνστ. βωβός ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ) (2: & προσαρμ. στη δημοτ. του βωβός)]

[Λεξικό Κριαρά]
βουβός (I) ο.
  • Πουλί της οικογένειας Γλαυκίδες, πιθ. ο μπούφος:
    • του βουβού, ήγουν της κουκουβάγιας (Σταφ., Ιατροσ. 15437).

[<μτγν. ουσ. βουβών (L‑S, στη λ. ΙΙ, Du Cange, LBG). Πβ. λ. βούφος και νεότ. ιδιωμ. βούβος (ΙΛ, λ. ης)]

[Λεξικό Κριαρά]
βουβός (II), επίθ.· βωβός.
  • 1) Που δε μιλάει, άφωνος:
    • Στέκουν οι φρόνιμοι βουβοί (Ερωτόκρ. Δ´ 1369).
  • 2) Που δεν κάνει θόρυβο, ήσυχος:
    • είναι στ’ αφτιά πολλά βουβές (ενν. μιλιές ουράνιες) (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [987]).

[<μτγν. επίθ. βωβός. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go