Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουβάλα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
βουβάλα η.
  • Θηλυκό βουβάλι:
    • έπινε βουβάλας γάλα (Πτωχολ. Α 119
    • (προκ. για γυναίκα υβριστ.):
      • φαγάνα και βουβάλα (Στάθ. Γ´ 382).

[<ουσ. βούβαλος + κατάλ. α. Η λ. το 10. αι. (LBG), στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βουβαλάκι το.
  • Μικρό βουβάλι·
    • (εδώ) ανόητος, άμυαλος:
      • (Μπερτολδίνος 157).

[<ουσ. βουβάλι + κατάλ. άκι. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βουβαλάρης ο.
  • Βοσκός βουβαλιών:
    • (Πτωχολ. Α 118).

[<ουσ. βούβαλος + κατάλ. άρης. Τ. σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες