Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βοτανολόγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοτανολόγος ο [votanolóγos] Ο18 θηλ. βοτανολόγος [votanolóγos] Ο35 : αυτός που ασχολείται συστηματικά με τα βότανα ή με τα φυτά.

[λόγ. βοτανο(λογία) -λόγος (διαφ. το μσν. βοτανολόγος `που συλλέγει βότανα΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go