Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βοσκότοπος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοσκότοπος ο [voskótopos] Ο20 : τόπος γεμάτος χόρτα, κατάλληλος για βοσκή· βοσκοτόπι, βοσκή: Πολλά χωράφια εγκαταλείφθηκαν και έγιναν βοσκότοποι.

[βοσκ(ή) -ο- + -τοπος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go