Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βορβορώδης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βορβορώδης, επίθ.
  • 1) Που μοιάζει με βόρβορο, βρόμικος:
    • αίμα βορβορώδες και πελιδνόν (Μάρκ., Βουλκ. 3494).
  • 2) (Μεταφ.) βρομερός· πονηρός:
    • ο νους ο βορβορώδης (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 614).

[αρχ. επίθ. βορβορώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες