Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βομβιστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βομβιστής ο [vomvistís] Ο7 θηλ. βομβίστρια [vomvístria] Ο27 : άτομο που τοποθετεί εκρηκτικούς μηχανισμούς ενεργώντας συνήθ. με πολιτικά κίνητρα: Στόχος των βομβιστών ήταν το κτίριο της ξένης πρεσβείας.

[λόγ. βόμβ(α) -ιστής· λόγ. βομβισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες