Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βολταϊκός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βολταϊκός -ή -ό [voltaikós] Ε1 : που αναφέρεται σε ηλεκτροχημικά συστήματα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος: Bολταϊκή στήλη. ~ ηλεκτρισμός. Bολταϊκό τόξο, φωτεινό τόξο μεταξύ δύο αιχμηρών ράβδων άνθρακα που παράγεται από ηλεκτρικό ρεύμα.

[λόγ. < γαλλ. voltaique < Volta (δες στο βολτ) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go