Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βολονταρισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βολονταρισμός ο [volontarizmós] Ο17 : (φιλοσ.) βουλησιαρχία.

[λόγ. < γαλλ. volon tarisme (-isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες