Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βολάν
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βολάν 1 το [volán] Ο (άκλ.) : λουρίδα από ύφασμα ή από δαντέλα, που στολίζει γυναικεία φορέματα, κουρτίνες κτλ.· φραμπαλάς: Φόρεμα με ~ στα μανίκια / στο ντεκολτέ. βολανάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < γαλλ. volant]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βολάν 2 το : τιμόνι αυτοκινήτου: Έκατσε στο ~ κι έβαλε μπρος τη μηχανή. Είναι άσος του ~, οδηγεί αριστοτεχνικά.

[λόγ. < γαλλ. volant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες