Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βοηθηματούχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοηθηματούχος ο [voiθimatúxos] Ο18 : αυτός που δικαιούται, που παίρνει κάποιο βοήθημα, ιδίως χρηματικό: Οι βοηθηματούχοι του δημοσίου / του IKA.

[λόγ. βοηθηματ- (βοήθημα) + -ούχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες