Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βοηθειαστά
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βοηθειαστά, επίρρ.· βουθειαστά.
  • Καλώντας σε βοήθεια:
    • βουθειαστά θλιβούμαι (Κυπρ. ερωτ. 1171).

[<ουσ. βοήθεια κατά τα επιρρ. σε στά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες