Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βλεφαρίδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βλεφαρίδα η [vlefaríδa] Ο26 (συνήθ. πληθ.) : σειρά από σκληρές τρίχες που φυτρώνουν στα άκρα των βλεφάρων και χρησιμεύουν στην προστασία των ματιών· ματόκλαδο, (ματο)τσίνορο: Έπεσαν οι βλεφαρίδες του από αρρώστια. Είχε δύο υπέροχα μάτια και μακριές, γυριστές βλεφαρίδες. || (ζωολ.) τριχοειδή νημάτια μικροοργανισμών που χρησιμεύουν ως όργανα κίνησης ή αναπνοής: Kινητικές / αναπνευστικές βλεφαρίδες.

[λόγ. < αρχ. βλεφαρίς, αιτ. -ίδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go