Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλεπάτορος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βλεπάτορος ο.
  • Φρουρός, φύλακας:
    • οι βλεπάτοροι … εκοιμήθησαν (Μαχ. 38622).

[<ουσ. βλεπάτορας· πβ. βιγλάτορος. Τ. του‑ σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες