Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βλεπάτορας
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
βλεπάτορας ο.
  • Φρουρός, φύλακας:
    • μπιστικός βλεπάτορας (Ερωτόκρ. Δ´ 532).

[<βλέπω + κατάλ. άτορας· πβ. βιγλάτορας. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go