Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλασφημώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βλασφημώ [vlasfimó] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) βλαστημώ.

[λόγ. < ελνστ. βλασφημῶ (δες στο βλαστημώ)]

[Λεξικό Κριαρά]
βλασφημώ· βλαστημώ.
  • 1)
    • α) Υβρίζω το Θεό ή τα θεία:
      • (Σπαν. A 611), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57211
    • β) υβρίζω τους συνανθρώπους:
      • Ετούτοι είναι … οπού βλαστημούνε τους συντέκνους (Αποκ. Θεοτ. I 67).
  • 2) Καταριέμαι:
    • (Περί γέρ. 174).
  • 3) Αγανακτώ:
    • εβλαστήμα πάντοτε που ’χε κακόν μεγάλο (Αιτωλ., Μύθ. 928).
  • 4) Οικτίρω:
    • πολλά το (ενν. το κεφάλι) εβλαστήμησεν, μεγάλως το ελυπήθη (Χρον. Μορ. H 7082).

[αρχ. βλασφημέω. Ο τ. και σήμ. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες