Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βλήμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βλήμα το [vlíma] Ο48 : 1. καθετί που βάλλεται, ρίχνεται, εκσφενδονίζεται (κυρ. από πυροβόλα όπλα) εναντίον κάποιου στόχου: Πυρηνικό / διηπειρωτικό / εκρηκτικό / εμπρηστικό ~. Εκτοξευτής βλημάτων. Δύο βλήματα έσκασαν στο κτίριο της πρεσβείας. Kοντά στα πτώματα βρέθηκαν κάλυκες βλημάτων πυροβόλου όπλου. ~ όλμου / κανονιού, οβίδα. 2. (οικ.) άνθρωπος ανόητος, αργόστροφος, βλάκας: Tελικά αποδείχτηκε ότι είναι μεγάλο ~.

[λόγ. < αρχ. βλῆμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go