Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλάχος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βλάχος ο [vláxos] Ο18α θηλ. βλάχα [vláxa] Ο25α : 1. Bλάχος, Έλληνας που εκτός από τα ελληνικά μιλάει και τα βλάχικα: Aγέρωχοι / λεβέντες / σκληροτράχηλοι / ορεσίβιοι Bλάχοι. Οι Bλάχοι παραδοσιακά ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και έχουν υμνηθεί πολλές φορές στα δημοτικά μας τραγούδια. Έλληνες Bλάχοι ήταν διάσπαρτοι σε μεγάλα αστικά κέντρα της νότιας Bαλκανικής. 2. (μτφ., μειωτ.) α. επαρχιώτης (σε αντίθεση με τον κάτοικο της πόλης). β. ως χαρακτηρισμός ανθρώπου που η συμπεριφορά του δε θεωρείται εκλεπτυσμένη, ευγενική· χωριάτης: Άκου το βλάχο, δεν ξέρει να μιλήσει / να φερθεί. Tι λες, ρε βλάχο!, υβριστικά. (έκφρ.) πονηρός* ο ~. ΠAΡ έκφρ. εμείς οι Bλάχοι, όπως λάχει, για ανθρώπους βολικούς και ευπροσάρμοστους σε οποιεσδήποτε συνθήκες. βλαχάκι το YΠΟKΟΡ 1. βλαχόπουλο. 2. (μειωτ.) βλάχος2.

[μσν. εθν. Βλάχος < σλαβ. Vlah -ος· βλάχ(ος) -α]

[Λεξικό Κριαρά]
Βλάχος ο.
  • Ο κάτοικος της Βλαχίας (Β. Βαλκανική), αυτός που κατάγεται από τη Βλαχία:
    • αν τύχουν εκ την Ζαγοράν Βούλγαροι είτε Βλάχοι (Πουλολ. 507
    • των Βλαχών ή των Ιβήρων (Σφρ., Χρον. 1407
    • οι Βλάχοι να τονε θωρούν απομακράς ετρέμα (Ερωτόκρ. Δ´ 938).
  • Η λ. ως κύρ. όν.:
    • (Δούκ. 43117).

[<σλαβ. Vlahă <παλαιότ. γερμ. Walh - Walch. Η λ. τον 11. αι. (Mor. II 91, λ. οι, ODB, λ. Vlachs) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες