Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βλάχικα, επίρρ.
-
- Στη γλώσσα των Βλάχων (Βλαχίας), ρουμανικά:
- τόπον έναν που βλάχικα Καλογεράνιν λέσιν (Παλαμήδ., Βοηβ. 264).
[<επίθ. βλάχικος. Η λ. και σήμ.]
- Στη γλώσσα των Βλάχων (Βλαχίας), ρουμανικά:



