Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βλάσφημος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βλάσφημος, επίθ.· βλάστημος.
  • 1) Βλάσφημος, υβριστής (των θείων):
    • (Αποκ. Θεοτ. I 208).
  • 2) (Προκ. για λόγια) απρεπής, ασεβής, υβριστικός:
    • (Σπαν. A 80).

[αρχ. επίθ. βλάσφημος. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βλάσφημος -η -ο [vlásfimos] Ε5 : (λόγ.) 1. που εξυβρίζει τα θεία και τα ιερά. 2. που μεταχειρίζεται συχνά βρισιές, χυδαίες λέξεις ή φράσεις.

[λόγ. < μσν. βλάσφημος, αρχ. σημ.: `που λέει λόγια δυσοίωνα΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go