Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλάσφημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βλάσφημα, επίρρ.
  • Με κακολογίες:
    • Άδικα επιόρκησα, βλάσφημα από λόγου (Δαρκές, Προσκυν. 219).

[<επίθ. βλάσφημος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες