Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιτσιά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιτσιά η [vitsxá] Ο24 : χτύπημα με βίτσα: Tου ΄δωσε μερικές βιτσιές στα πόδια.

[μσν. βιτσέα < βίτσ(α) -έα > -ιά με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βιτσιά η,
βλ. βιτσέα.
[Λεξικό Κριαρά]
βιτσιάζω.
  • Είμαι δύστροπος:
    • (Νομοκριτ. 80).

[<ουσ. βίτσιο + κατάλ. άζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες