Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βιρτουόζος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιρτουόζος ο [virtuózos] Ο18 θηλ. βιρτουόζα [virtuóza] Ο25α : αυτός που κατέχει άριστα την τεχνική ενός μουσικού οργάνου, δεξιοτέχνης: ~ του βιολιού / του πιάνου / της άρπας. || (επέκτ.) αυτός που είναι πολύ επιδέξιος (σε καλλιτεχνικές ή άλλες δραστηριότητες): ~ στο σκίτσο / στην απά τη / στο ψέμα.

[ιταλ. virtuoso -ς· βιρτουόζ(ος) -α]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go